Η κνίδωση εκ πιέσεως επιβραδυνόμενου τύπου αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή φυσικής κνίδωσης που περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1929 από τους Urbach and Fasal. Είναι αποτέλεσμα στο ερέθισμα πίεσης και εκδηλώνεται ώρες μετά από αυτό.

Συγκεκριμένα, 4-6 ώρες μετά από άσκηση πίεσης στο δέρμα π.χ. στους ώμους από την άσκηση πίεσης από σακίδιο δημιουργείται στο σημείο πίεσης ερύθημα με συνοδό οίδημα του δέρματος και του υποδορίου ιστού. Οι βλάβες μπορεί να έχουν διάρκεια μέχρι και 48 ώρες. Αρκετά συχνά συνυπάρχει με χρόνια κνίδωση. Σπάνια μπορεί να συνυπάρχουν και συστηματικά συμπτώματα όπως αδυναμία, καταβολή, πυρετός, κακουχία, αρθραλγίες και αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων στη γενική αίματος. Οι συχνότερες θέσεις εμφάνισης αυτής της φυσικής κνίδωσης είναι οι παλάμες, τα πέλματα, η πλάτη, οι ώμοι και οι γλουτοί.

Διάγνωση
Η διάγνωση της βασίζεται στο ιστορικό και στην αναπαραγωγή των βλαβών μετά από δοκιμασία πρόκλησης. Η δοκιμασία πρόκλησης πραγματοποιείται με την άσκηση πίεσης με την τοποθέτηση 5kg στο αντιβράχιο και 15kg στον μηρό για 15 λεπτά και εκτίμηση του αποτελέσματος σε 6 ώρες.

Θεραπεία
Η θεραπεία της κνίδωση εκ πιέσεως επιβραδυνόμενου τύπου βασίζεται κυρίως στην αποφυγή των εκλυτικών αιτίων καθώς η αντιισταμινική αγωγή παρουσιάζει πτωχη ανταπόκριση. Σε κάποιες περιπτώσεις τα από του στόματος κορτικοστεροειδή μπορεί να βοηθήσουν στον έλεγχο των συμπτωμάτων.