Η χολινεργική κνίδωση περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Duke το 1924, χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μικρών (1-2 mm) κνησμωδών βλατίδων- πομφών ταυτόχρονα με την εκδήλωση εφίδρωσης ως απάντηση σε ερεθίσματα που προκαλούν ενεργητική (άσκηση) ή παθητική (stress, έκθεση σε θερμό περιβάλλον) αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος του ασθενούς.
Αποτελεί την δεύτερη πιο συχνή φυσική κνίδωση (30%) με την πλειονότητα των ασθενών να είναι νέοι σε ηλικία.
Η εντόπιση των βλαβών αφορά συνήθως αρχικά τον κορμό και εν συνεχεία τον τράχηλο, το πρόσωπο και τα άκρα. Είναι όμως δυνατή η εμφάνιση σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Οι ασθενείς συνήθως αρχικά αντιλαβάνονται ένα αίσθημα μυρμηγκιάσματος ή καύσους πριν την εμφάνιση των πομφών.
Ο υποκείμενος παθοφυσιολογικός μηχανισμός δεν έχει αποσαφηνισθεί αλλά αρκετοί μηχανισμοί έχουν προταθεί. Μεταξύ αυτών η αποφραξη των ιδρωτοποιών αδένων με επακόλουθη αντίδραση του οργανισμού σε ουσίες του ιδρώτα που συσωρεύονται. Η θεωρία αυτή βασίστηκε στο γενονός πως αρκετοί ασθενείς με χολινεργικοί κνίδωση παρουσιάζουν υποιδρωσία. Μια άλλη πρόταση είναι ή ύπαρξη αυξημένου αριθμού μουσκαρινικών υποδοχέων στις περιοχές εμφάνισης των συμτωμάτων σε συνδιασμό με αυξημένη ευαισθησία στην ακετυλοχολίνη που απελευθερώνεται από τους υποδοχείς και δύναται να προκαλέσει αποκοκκιώση των μαστοκυττάρων.
Η διάγνωση της Χολινεργικής Κνίδωσης τίθεται με βάση το ιστορικό και επιβεβαιώνεται με δοκιμασία πρόκλησης σε εργομετρικό ποδήλατο. Διάφορα πρωτόκολλα χρησιμοποιούνται στην δοκιμασία πρόκλησης. Στόχος όλων είναι η ενεργητική αύξηση της θερμοκρασίας μέσω της άσκησης και η εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Η νόσος μπορεί να διαρκεί από λίγα μέχρι αρκετά έτη. Η αντιμετώπιση της νόσου περιλαμβάνει την συμπτωματική ή προφυλακτική χρήση αντισταμικών.