Η κνίδωση είναι μια συχνή δερματική πάθηση που χαρακτηρίζεται από την ξαφνική εμφάνιση εξανθημάτων που προσομοιάζουν με τις βλάβες που προκαλεί η επαφή της τσουκνίδας με το δέρμα. Οι δερματικές αυτές βλάβες που λέγονται πομφοί στην ιατρική ορολογία μπορούν να εμφανίζονται σε οποιοδήποτε σημείο του σώματός μας, έχουν διάφορα σχήματα και μεγέθη, και μερικές φορές συνενώνονται σε μεγάλες πλάκες. Συνοδεύονται δε σχεδόν πάντα από έντονο και βασανιστικό κνησμό (φαγούρα). Στους μισούς περίπου από τους πάσχοντες εμφανίζεται και αγγειοοίδημα (πρήξιμο) σε βαθύτερες στοιβάδες του δέρματος με χαρακτηριστικά σημεία εμφάνισης συχνότερα γύρω από τα μάτια, τα χείλη και τη γλώσσα. Οι πομφοί έχουν μεταναστευτικό χαρακτήρα, διαρκούν σχεδόν πάντα λιγότερο από 24 ώρες και εμφανίζονται εκ νέου σε άλλα σημεία, αντίθετα το αγγειοοίδημα συνήθως εμμένει για 48 έως και 72 ώρες. Όταν οι κνιδωτικές βλάβες διαρκούν περισσότερο από 6 εβδομάδες μιλάμε για χρόνια κνίδωση.
Η χρόνια κνίδωση διαφοροποιείται σημαντικά από την οξεία όσο αφορά τα αίτια και τους υποκείμενους μηχανισμούς αλλά και τη διαγνωστική και θεραπευτική προσπέλαση της νόσου. Προσβάλει περίπου το 1% του πληθυσμού, που αντιστοιχεί σε πάνω από 8 εκατομμύρια άτομα στην Ευρώπη, στη πλειοψηφία τους γυναίκες (70%) και κυρίως τις ηλικίες 20-40 ετών. Το εντυπωσιακότερο στοιχείο που αφορά τη χρόνια κνίδωση είναι η δραματική επίπτωση που έχει στην ποιότητα ζωής των πασχόντων: επηρεάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις καθημερινές δραστηριότητες, τα επίπεδα του stress, την ποιότητα του ύπνου με άμεση και δραματική επίπτωση στην παραγωγικότητα στην εργασία στους ενήλικες, και στη μαθησιακή διαδικασία στα παιδιά και τους εφήβους.
Η χρόνια κνίδωση διακρίνεται στην αυθόρμητη μορφή που οι βλάβες εμφανίζονται αυτόματα χωρίς κανένα προφανές αίτιο και στις επαγόμενες ή φυσικές κνιδώσεις όπου κάποιο εξωτερικό αίτιο, εύκολα αναγνωρίσιμο, όπως η εφαρμογή γραμμικής πίεσης (δερμογραφισμός), η θερμότητα (χολινεργική), το ψύχος (κνίδωση εκ ψύχους), το ηλιακό φως (ηλιακή κνίδωση) επάγει τη δυσλειτουργία των κυττάρων του δέρματος που ευθύνονται για τη νόσο.
Στη χρόνια αυθόρμητη κνίδωση που αποτελεί και τη συχνότερη μορφή ξέρουμε πλέον ότι η νόσος οφείλεται σε αυτοάνοσους μηχανισμούς, σε αντιδράσεις δηλαδή του δέρματος σε υποθετικούς ενδογενείς “εχθρούς” που είναι κατ’ ουσία αβλαβείς. Ευτυχώς για τους πάσχοντες, οι μηχανισμοί αυτοί ενεργοποιούνται αποκλειστικά στο δέρμα και δεν επηρεάζουν άλλα όργανα όπως στα συστηματικά αυτοάνοσα νοσήματα π.χ. Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο, Ρευματοειδή αρθρίτιδα. Το ψυχικό stress μέσω ανοσολογικών μηχανισμών που αφορούν τη διαλεκτική των κυττάρων, επιτείνει το φαύλο κύκλο της νόσου.
Αυτό που πρέπει να γνωρίζουν οι πάσχοντες είναι ότι δεν κινδυνεύουν από τη κνίδωση. Η νόσος είναι εντυπωσιακή, εξαιρετικά βασανιστική ενίοτε, αλλά δεν εξελίσσεται ούτε επιπλέκεται από αναφυλαξία. Μοναδική εξαίρεση η κνίδωση εκ ψύχους. Οι ασθενείς με χρόνια κνίδωση δε πρέπει να ζουν με το φόβο της “αλλεργίας” ή μιας άοκνης αναζήτησης τροφών ή άλλων εξωτερικών αιτίων που ευθύνονται για τη νόσο. Η χρήση εξαντλητικής δίαιτας αποκλεισμού όλων των δυνητικά αλλεργιογόνων τροφών αποτελεί μια συχνή πρακτική που είναι πλήρως λανθασμένη. Η επιλεκτική αποφυγή υπερβολικής κατανάλωσης συσκευασμένων τροφίμων με συντηρητικά και πολλές χρωστικές καθώς και συγκεκριμένων τροφών (πχ. Οστρακοειδή, ξηροί καρποί) πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα σε συνεργασία με τον θεράποντα αλλεργιολόγο ή δερματολόγο.
Η χρόνια κνίδωση διαρκεί περισσότερο από 1 χρόνο στο 30 έως 50% των ασθενών ενώ δυστυχώς ένας στους 10 υποφέρει πάνω από 10 χρόνια. Στη φαρέτρα μας διαθέτουμε πολλά σύγχρονα αντισταμινικά σκευάσματα που μπορούν να ελέγξουν τα συμπτώματα αποτελεσματικά και να χορηγηθούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα και σε αυξημένες δόσεις με ελάχιστες ή και καθόλου ανεπιθύμητες ενέργειες. Δυστυχώς όμως μόνο ένα 50% ανταποκρίνεται ικανοποιητικά σε αυτά.
Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια η χρήση της ομαλιζουμάμπης, ενός αντισώματος έναντι της IgE ανοσοσφαιρίνης, έδωσε λύση στο 70-80% όσων δεν ανταποκρίνονται στα αντισταμινικά. Σε κάθε περίπτωση η θεραπεία στοχεύει στον έλεγχο των συμπτωμάτων και συνεχίζεται μέχρι την πλήρη, αυτόματη, αποδρομή της νόσου.
Η συνεργασία του ασθενούς με τον ειδικό αλλεργιολόγο και η οικοδόμηση μιας στέρεας θεραπευτικής σχέσης επιβάλλεται καθώς είναι η μόνη που δίνει εξατομικευμένες απαντήσεις στις ερωτήσεις που γεννώνται στον πάσχοντα και απομακρύνει το φόβο και την ανησυχία για την πορεία της νόσου.