Η λήψη φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει διάφορες ανεπιθύμητες αντιδράσεις, κάποιες εκ των οποίων μπορεί να οφείλονται στη φαρμακολογική δράση αυτών ενώ ένα 15% αποτελούν οι αλλεργικές αντιδράσεις (φαρμακευτική αντίδραση υπερευαισθησίας). Οι φαρμακευτικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας επηρεάζουν πάνω από το 7% του γενικού πληθυσμού και οφείλονται σε ανοσολογικές αποκρίσεις του οργανισμού, ο οποίος αναγνωρίζει την φαρμακευτική ουσία σαν εχθρό και κινητοποιεί ένα σύνολο απαντήσεων στις οποίες οφείλονται τα συμπτώματα της αλλεργίας.

Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας στα φάρμακα χωρίζονται σε 2 μεγάλες κατηγορίες με βάση την χρονική συσχέτιση εμφάνισης των συμπτωμάτων με τη λήψη του φαρμάκου, στις άμεσου τύπου και στις επιβραδυνόμενου τύπου.

Αντιδράσεις υπερευαισθησίας άμεσου τύπου

Στις άμεσου τύπου αντιδράσεις υπερευαισθησίας έχει προηγηθεί έκθεση του οργανισμού στην φαρμακευτική ουσία και ο οργανισμός την αναγνώρισε ως ξένη και ξενίνησε να παράγει αντισώματα έναντι αυτής (ευαισθητοποίηση). Οπότε όταν λάβει εκ νέου ο ασθενής το φάρμακο εντός λίγων λεπτών από τη λήψη εμφανίζει συμπτώματα από το δέρμα (κνίδωση με ή χωρίς αγγειοοίδημα) ή το γαστρεντερικό (εμέτους, διάρροιες, κοιλιακό άλγος) ή από το αναπνευστικό (βήχα, ρινική καταρροή, δύσποια ή από το κυκλοφορικό (ζάλη, πτώση πίεσης, λιποθυμία). Αν εμφανίσει συμτπώματα από 2 συστήματα και πάνω τότε ο ασθενής έχει αναφυλαξία. Ο ασθενής θα πρέπει να διακόψει άμεσα την λήψη του φαρμάκου και να αναζητήσει ιατρική βοήθεια.

Ο αλλεργιολόγος με βάση το ιστορικό και την κατηγορία του ενοχοποιούμενου φαρμάκου θα δώσει οδηγίες σχετικά με ποια άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα θα πρέπει να αποφεύγει ο ασθενής μεχρι την ολοκλήρωση του αλλεργιολογικού ελέγχου.

Οι πιο συχνές κατηγορίες φαρμάκων που ευθύνονται για άμεσου τύπου αντιδράσεις υπερευασισθησίας είναι:

  • β-λακταμικά αντιβιοτικά
  • άλλα αντιβιοτικά
  • μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα
  • ιωδιούχα σκιαγραφικά
  • αναστολείς αντλίας προτωνίων
  • χημειοθεραπευτικά φάρμακα
  • βιολογικοί παράγοντες

Ο αλλεργιολόγος με βάση το ιστορικό, τον χρόνο που μεσολάβησε από την αντίδραση και την φύση της αντίδρασης μπορεί να προχωρήσει στη διενέργεια δερματικών δοκιμασιών ή/και αιματολογικών εξετάσεων και με βάση τα παραπάνω θα διαγνώσει την αλλεργία και θα εκτιμήσει την πιθανότητα να αντιδράσετε με άλλες φαρμακευτικές ουσίες τις ίδιας οικογένειας.

Στη συνέχεια μπορεί να σας υποβάλει σε δοκιμασία πρόκλησης σε φαρμακευτική ουσία που ο έλεγχος δείχνει ότι δεν έχετε ευαισθητοποιηθεί ώστε να καταδείξει σε προστατευόμενο περιβάλλον ότι μπορείτε να λάβετε την ουσία χωρίς κίνδυνο.

Σε περιπτώσεις αντιδράσεων υπερευαισθησίας σε φαρμακευτικές ουσίες που είναι απαραίτητες και ανατικατάστατες για το νόσημα σας, ο αλλεργιολόγος μπορεί να προχωρήσει σε απευαισθητοποίση ώστε να λάβετε με ασφάλεια την απαραίτητη για εσάς φαρμακευτική αγωγή. 

Αντιδράσεις υπερευαισθησίας επιβραδυνόμενου τύπου

Οι επιβραδυνόμενου τύπου αντιδράσεις υπερευαισθησίας λαμβάνουν χώρα μετά από μια ώρα έως και ημέρες μετά από την χορήγηση του φαρμάκου. Συνήθως παρουσιάζονται με ποικίλα συμπτώματα από το δέρμα, όπως επιβραδυνόμενη κνίδωση, κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα, εντοπισμένο φαρμακευτικό εξάνθημα, αγγειίτιδα, φυσαλιδώδεις νόσους (όπως TEN, SJS και γενικευμένο φυσαλιδώδες φαρμακευτικό εξάνθημα) και οξεία γενικευμένη εξανθηματική φλυκταίνωση (AGEP). Οι περιπτώσεις επιβραδυνόμενων αντιδράσεων παρότι μπορεί να μην προκαλούν αναφυλαξία, παρα ταύτα και αυτές μπορεί να είναι απειλητικές για τη ζωή.

Ανάλογα με την φυσική πορεία της αντίδρασης, το ιστορικό, την ενοχοποιούμενη ουσία ο αλλεργιολόγος μπορεί να σας υποβάλλει σε επιδερμικές δοκιμασίες για την διάγνωση. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι ιογενείς λοιμώξεις μπορούν να μιμηθούν τις αντιδράσεις υπερευασισθησίας σε φάρμακα και οι ιοί μπορούν επίσης να αντιδράσουν απευθείας με φάρμακα προκαλώντας αντιδράσεις. Στους παιδιατρικούς ασθενείς είναι αρκετά συχνό να ενοχοποιείται μια αντιβιωτική αγωγή για την εμφάνιση εξανθήματος ενώ στην πραγματικότητα το εξάνθημα οφείλεται σε ιογενή λοίμωξη.