Αλλεργική
Ρινίτιδα

Η αλλεργική ρινίτιδα αποτελεί ένα από τα πιο συχνά χρόνια νοσήματα με την παγκόσμια επίπτωση να ξεπερνά το 10% και να αυξάνεται συνεχώς στη διάρκεια των τελευταίων ετών. Η αλλεργική ρινίτιδα είναι η φλεγμονή της μύτης που οφείλεται στην ευαισθητοποίηση του οργανισμού σε ουσίες οι οποίες καλούνται αεροαλλεργιογόνα.

Οι εκδηλώσεις της αλλεργικής ρινίτιδας είναι χαρακτηριστικές και περιλαμβάνουν υδαρή ρινική καταρροή, ρινικό κνησμό, παροξυσμικούς πταρμούς, ρινική συμφόρηση ή απόφραξη και κνησμό του φάρυγγα. Τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από οφθαλμικά συμπτώματα με τους επιπεφυκότες να παρουσιάζουν δακρύρροια, ερυθρότητα, κνησμό και καύσο. Η οπισθορρινική ρύση προκαλεί συχνά επίμονο ξηρό βήχα, βράγχος φωνής και ερεθισμό του κατώτερου αναπνευστικού. Το 1/3 περίπου των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα θα εμφανίσει και άσθμα που αρχικά μπορεί να είναι μόνο εποχικό ή διαλείπων αλλά σε αρκετές περιπτώσεις μεταπίπτει σε ολοετές και επίμονο. Η αλλεργική ρινίτιδα μπορεί να είναι εποχική δηλαδή μόνο την άνοιξη, ολοετής ή ολοετής με εποχιακή επιδείνωση. Επίσης με βάση της επίπτωση στην καθημερινότητα του ασθενούς ταξινομείτε σε ήπια, μέτρια ή σοβαρή.

Από το 19ο αιώνα θεωρούσαν τη γύρη ως ένα σημαντικό παράγοντα που προκαλεί αλλεργική ρινίτιδα, όπως και άλλα αλλεργιογόνα που βρίσκονται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Στον ελλαδικό χώρο τα συχνότερα αεροαλλεριογόνα είναι τα αγρωστώδη, η παριετάρια (περδικάκι), η ελιά, τα ακάρεα της οικιακής σκόνης, οι μύκητες Alternaria, Cladosporium και τα επιθήλια της γάτας και του σκύλου (ολοετή).

Ο αλλεργιολόγος με βάση το ιστορικό, την αντικειμενική εξέταση και τις δερματικές δοκιμασίες θα διαγνώσει αν πάσχετε από αλλεργική ρινίτιδα και ποιο είναι το πιθανό ή πιθανά αλλεργιογόνα. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι δερματικές δοκιμασίες καθώς και η ανίχνευση ειδικών IgE στο αίμα δεν υποδηλώνουν απαραίτητα αλλεργία αλλά είναι απαραίτητη η κλινική συσχέτιση των αποτελεσμάτων με τα συμπτώματα. Η αντιμετώπιση της αλλεργικής ρινίτιδας βασίζεται σε 3 πυλώνες, την αποφυγή όπου αυτή είναι δυνατή, την θεραπεία της φλεγμονής και των συμπτωμάτων και την ανοσοθεραπεία. Η αποφυγή είναι θεραπευτικό όπλο μόνο στα αλλεργιογόνα που προέρχονται από επιθήλια ζώων και μπορεί να συμβάλει μερικώς στην αντιμετώπιση της αλλεργίας των ακάρεων. Η αποφυγή των γύρεων δεν είναι δυνατή.

Η φαρμακευτική αγωγή της αλλεργικής ρινίτιδας περιλαμβάνει τα κάτωθι:

Αντιισταμινικά που επιδρούν κυρίως στα συμπτώματα της άμεσης αλλεργικής αντίδρασης (κνησμός, πταρμοί, ρινόρροια, δακρύρροια), ενώ είναι λιγότερο αποτελεσματικά στα συμπτώματα της καθυστερημένης φάσης της αλλεργικής αντίδρασης, όπως η ρινική συμφόρηση.

Τοπικά κορτικοστεροειδή που επιδρούν ουσιαστικά στην ρύθμιση της ρινικής φλεγμονής με αναστολή της παραγωγής και απελευθέρωσης των μεσολαβητών και στην ελάττωση της συγκέντρωσης των φλεγμονωδών κυττάρων. Αποτελούν φάρμακά πρώτης επιλογής για την θεραπεία της μέτριας και σοβαρής αλλεργικής ρινίτιδας και πολλές φορές συνδυάζονται με λήψη αντιισταμινικών.

Αντιλευκοτρίενικα μπορεί να χρησιμοποιηθούν κυρίως όταν η αλλεργική ρινίτιδα συνυπάρχει με άσθμα.

Η ανοσοθεραπεία είναι η μοναδική αιτιολογική αλλά και ριζική θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας. Συνίσταται ουσιαστικά υποδόρια ή υπογλώσσια χορήγηση διαλυμάτων των υπεύθυνων αλλεργιογόνων σε αυξανόμενες εβδομαδιαίες δόσεις, μέχρι μιας μέγιστης δόσης συντήρησης, η οποία χορηγείται για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα (συνήθως 3-5 χρόνια).

Η ανοσοθεραπεία επάγει απευαισθητοποίηση στο υπεύθυνο αλλεργιογόνο και τροποποιεί την φυσική πορεία της νόσου, μειώνοντας σημαντικά την πιθανότητα εξέλιξης αυτής σε άσθμα και την ευαισθητοποίηση σε νέα αλλεργιογόνα. Είναι μια απόλυτα ασφαλής θεραπεία όταν πραγματοποιείται από αλλεργιολόγο.